- δημαγωγία
- Όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και έχει καθιερωθεί πια διεθνώς. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δημαγωγό τον ρήτορα του οποίου η ευγλωττία ενθουσίαζε τους ακροατές ή τον πολιτικό που ήξερε να παρασύρει τον λαό. Στον Αριστοτέλη (Πολιτικά, βιβλ. Ε’) ο όρος δημαγωγός έχει υποτιμητική σημασία. Δημαγωγοί ήταν οι λαϊκοί ηγέτες που μετέτρεπαν τη δημοκρατία σε τυραννίδα, αφοπλίζοντας τους πλούσιους και εξάπτοντας τα λαϊκά πάθη, ή σε ολιγαρχία, αναγκάζοντας τους φωτισμένους ανθρώπους να γίνουν ολιγαρχικοί για να θέσουν τέρμα στη διαρκή αναταραχή του λαού.
Σήμερα η λέξη έχει καθαρά υποτιμητική έννοια: σημαίνει τη διαστροφή εκείνη της δημοκρατικής ζωής, κατά την οποία η κατάκτηση ή η διατήρηση της πολιτικής εξουσίας βασίζεται μόνο στην κολακεία των υλικών ενστίκτων και στην ανικανότητα των λαϊκών μαζών να προβούν σε κριτική ανάλυση. Δημαγωγικές αποκαλούνται οι θεωρίες ή οι πολιτικές ενέργειες που, χωρίς να έχουν ευεργετικά αποτελέσματα για την πολιτική κοινωνία, κατακτούν τη λαϊκή εύνοια με την κατάλληλη εκμετάλλευση της έλλειψης πολιτικής μόρφωσης και της ανωριμότητας στην κρίση των μαζών.
Οι δημαγωγικές ιδέες του Ζορζ Μπουλανζέ (1837-1891) προκαλούσαν τον έξαλλο ενθουσιασμό των δυσαρεστημένων και των εξτρεμιστών.
* * *η (AM δημαγωγία) [δημαγωγός]η ιδιότητα τού δημαγωγού, η παραπλάνηση τού λαού και η απόκτηση τής εμπιστοσύνης του με απατηλά μέσανεοελλ.δημαγωγική πράξη ή ενέργειααρχ.η καθοδήγηση τού δήμου, τού λαού.
Dictionary of Greek. 2013.